- νοιάζει
- νοιάζει, ένοιαξε (ως απρόσ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νοιάζει — και γνοιάζει (ρ. απρόσ.), ενδιαφέρει, προκαλεί τη φροντίδα: Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί; (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοιάζει — και γνοιάζει (τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος») [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι* / γνοιάζομαι] … Dictionary of Greek
μέλει — (ρ. απρόσ.), νοιάζει, ενδιαφέρει: Με μέλει (νοιάζομαι για κάτι). – Εσένα να μη σε μέλει (να μη σε νοιάζει για ξένες υποθέσεις) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Constantinos Christoforou — Christoforou representing Cyprus at the Eurovision Song Contest 2005 Background information Birth name Κωνσταντίν … Wikipedia
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
Onirama — sur scène en juin 2008 Pays d’origine … Wikipédia en Français
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
αμέλει — ἀμέλει (προστ. τού ἀμελῶ) (AM) μσν. (ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα αρχ. 1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως) 2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά … Dictionary of Greek
αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» … Dictionary of Greek
ξενοιάζω — και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω 1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα») 2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή τής διατριβής μου») 3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν… … Dictionary of Greek